σπινθηροφυλακτήρας

σπινθηροφυλακτήρας
ο, Ν
τεχνολ.
συρμάτινο πλέγμα στο στόμιο τής καπνοδόχου μιας ατμομηχανής για να συγκρατεί τους εκτοξευόμενους σπινθήρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπινθήρας + φυλακτήρας (< φυλάσσω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”